Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πικρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πικρικ|ός <-ή, -ό> [pikriˈkɔs] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

πικρικός
Pikrin-
Pikrinsäure θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский