Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈscizɔ] VERB μεταβ

1. σκίζω (χαρτί κτλ: κόβω):

σκίζω

2. σκίζω (αποκόβω):

σκίζω

3. σκίζω (χαλώ):

σκίζω

4. σκίζω (ανοίγω σκίζοντας):

σκίζω

5. σκίζω (κόβω κατά μήκος: ξύλο κτλ):

σκίζω

II . σκίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. σκίζομαι (χωρίζομαι στα δύο):

sich spalten in +αιτ

3. σκίζομαι μτφ (αγωνίζομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский