Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκιέρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκιέρ [sciˈɛr] SUBST mf αμετάβλ

1. σκιέρ ΑΘΛ:

σκιέρ
Skifahrer(in) αρσ (θηλ)
σκιέρ
Skiläufer(in) αρσ (θηλ)
σκιέρ μαρθωνίου
Langläufer(in) αρσ (θηλ)
σκιέρ ταχύτητας
Speedskifahrer(in) αρσ (θηλ)

2. σκιέρ (αθλητής αλμάτων):

σκιέρ
Skispringer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με σκιέρ

Langläufer(in) αρσ (θηλ)
Speedskifahrer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский