Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκιάχτρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκιάχτρο [ˈscaxtrɔ] SUBST ουδ

1. σκιάχτρο (ό,τι προκαλεί φόβο):

σκιάχτρο

2. σκιάχτρο μτφ:

Vogelscheuche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский