Ελληνικά » Γερμανικά

εκτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛktiˈmɔ] VERB μεταβ

1. εκτιμώ (ζημιά κτλ):

2. εκτιμώ (υπολήπτομαι):

εκτίνω [ɛkˈtinɔ], εκτίω [ɛkˈtiɔ] <εξέτισα> VERB μεταβ

έκτο [ˈɛktɔ] SUBST ουδ

έτι [ˈɛti] ΕΠΊΡΡ

1. έτι (ακόμη):

2. έτι (ήδη):

εκ|ών <-ούσα, -όν> [ɛˈkɔn] ΕΠΊΘ

άτι [ˈati] SUBST ουδ

Ross ουδ

λότι [ˈlɔti] SUBST ουδ (νόμισμα)

Loti αρσ

μάτι [ˈmati] SUBST ουδ

1. μάτι (όργανο):

Auge ουδ
sich δοτ die Augen reiben
Schlitzaugen ουδ πλ
αβγά ουδ πλ μάτια
Spiegeleier ουδ πλ

3. μάτι (κουζίνας):

Kochplatte θηλ
Kochplatte θηλ

4. μάτι (στο πλέξιμο):

Masche θηλ

έκτισ|η <-εις> [ˈɛktisi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский