s'infliger στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για s'infliger στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. infliger (faire subir):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'infliger des macérations

Μεταφράσεις για s'infliger στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

s'infliger στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για s'infliger στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για s'infliger στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
s'infliger qc
Βρετανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Alors il jeta les instruments dont il se servait pour s'infliger cette autre disposition ascétique.
fr.wikipedia.org
Knight décida après la rencontre de s'infliger lui-même une amende de 250 dollars pour sa bévue.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski