Γερμανικά » Αγγλικά

bäh [bɛ:] ΕΠΙΦΏΝ

1. bäh:

bäh (vor Ekel)
bäh (vor Ekel)
ugh
ha ha

2. bäh (von Schaf):

bäh
baa
bäh machen παιδ γλώσσ
to go baa παιδ γλώσσ

·hen [ˈbɛ:ən] ΡΉΜΑ μεταβ ΜΑΓΕΙΡ

Αγγλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „bäh“ στο λεξικό Αγγλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Αγγλικά)

bah [bɑ:] ΕΠΙΦΏΝ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

bäh machen παιδ γλώσσ
to go baa παιδ γλώσσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"bäh" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文