Ελληνικά » Γερμανικά

όμοι|ος <-α, -ο> [ˈɔmiɔs] ΕΠΊΘ

2. όμοιος (περίπου ίδιος):

όμοιος

Παραδειγματικές φράσεις με όμοιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский