Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπηρεσιακή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή κυβέρνηση
υπηρεσιακή πράξη ΝΟΜ
Amtshandlung θηλ
υπηρεσιακή εχεμύθεια
υπηρεσιακή εχεμύθεια
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „υπηρεσιακή“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

υπηρεσιακή οδηγία θηλ
υπηρεσιακή εφεύρεση θηλ
υπηρεσιακή ταυτότητα θηλ
υπηρεσιακή κατοικία θηλ
υπηρεσιακή κυβέρνηση θηλ
υπηρεσιακή εχεμύθεια θηλ
υπηρεσιακή πράξη θηλ
υπηρεσιακή υπόθεση θηλ
υπηρεσιακή απόφαση θηλ
υπηρεσιακή ευθύνη θηλ
υπηρεσιακή οδός θηλ
υπηρεσιακή επίδοση θηλ
υπηρεσιακή εποπτεία θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский