Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπηρέτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπηρέτης (υπηρέτρια) [ipiˈrɛtis, ipiˈrɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. υπηρέτης (γενικά):

υπηρέτης (υπηρέτρια)
Diener(in) αρσ (θηλ)

2. υπηρέτης (νεαρή σε νοικοκυριό):

υπηρέτης (υπηρέτρια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский