Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπηρεσιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπηρεσιακ|ός <-ή, -ό> [ipirɛsiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. υπηρεσιακός (σχετικός με εργασία):

υπηρεσιακός
dienstlich, Dienst-

Παραδειγματικές φράσεις με υπηρεσιακός

υπηρεσιακός όρκος
Amtseid αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский