Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στρώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στρώνομαι
στρώνομαι στη δουλειά
στρώνομαι σε κάτι (αρχίζω κάτι)
sich an etw αιτ machen
στρώνομαι στη δουλειά
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „στρώνομαι“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

στρώνομαι
sich hermachen über +αιτ
στρώνομαι σε
στρώνομαι +inf να
στρώνομαι στη δουλειά
στρώνομαι στη δουλειά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский