Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόστιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόστιμο [ˈprɔstimɔ] SUBST ουδ

πρόστιμο
Bußgeld ουδ
πρόστιμο
Geldbuße θηλ
επιβάλλω πρόστιμο
του έβαλαν πρόστιμο

Παραδειγματικές φράσεις με πρόστιμο

επιβάλλω πρόστιμο
του έβαλαν πρόστιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский