Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προστυχαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προστυχ|αίνω <-υνα> [prɔstiˈçɛnɔ], προστυχ|εύω [prɔstiˈçɛvɔ] <-εψα> VERB μεταβ (χαλώ την ποιότητα)

προστυχαίνω

II . προστυχ|αίνω <-υνα> [prɔstiˈçɛnɔ], προστυχ|εύω [prɔstiˈçɛvɔ] <-εψα> VERB αμετάβ (γίνομαι πρόστυχος)

προστυχαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский