Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πρόστυχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πρόστυχ|ος <-η, -ο> [ˈprɔstixɔs] ΕΠΊΘ

1. πρόστυχος (άνθρωπος):

πρόστυχος

2. πρόστυχος (εμπόρευμα):

πρόστυχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский