Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυκλοφορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυκλοφορία [ciklɔfɔˈria] SUBST θηλ

1. κυκλοφορία (προϊόντος, χρήματος):

κυκλοφορία
Umlauf αρσ
αποσύρω από την κυκλοφορία

2. κυκλοφορία μτφ:

κυκλοφορία (γενικά) (οδική)
Verkehr αρσ
οδική κυκλοφορία
εμποδίζω την κυκλοφορία
αστική κυκλοφορία
αστική κυκλοφορία
Stadtverkehr αρσ
ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων EE
κυκλοφορία δεδομένων
Datenverkehr αρσ

ιδιωτισμοί:

κυκλοφορία του αίματος
Blutkreislauf αρσ
παράπλευρη κυκλοφορία
στεφανιαία κυκλοφορία
διαμπερής κυκλοφορία θηλ
διαμπερής κυκλοφορία θηλ
Durchzugsverkehr αρσ A

Παραδειγματικές φράσεις με κυκλοφορία

κυκλοφορία θηλ δεδομένων
οδική κυκλοφορία
αστική κυκλοφορία
εναέρια κυκλοφορία
κυκλοφορία δεδομένων
παράπλευρη κυκλοφορία
στεφανιαία κυκλοφορία
εισοδηματική κυκλοφορία
τον άργησε η κυκλοφορία
αποσύρω από την κυκλοφορία
ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων EE
εμποδίζω την κυκλοφορία
κυκλοφορία του αίματος
κανονίζω την κυκλοφορία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский