Ελληνικά » Γερμανικά

ισοζύγιο [isɔˈzijiɔ] SUBST ουδ

1. ισοζύγιο (εξίσωση):

ισοζύγιο
Ausgleich αρσ

2. ισοζύγιο:

ισοζύγιο ΟΙΚΟΝ, ΦΥΣ μτφ
Bilanz θηλ
ισοζύγιο άδηλων πόρων
ισοζύγιο ακτινοβολίας ΜΕΤΕΩΡ
αρχικό ισοζύγιο
Anfangsbilanz θηλ
γενικό ισοζύγιο
Gesamtbilanz θηλ
γεωχημικό ισοζύγιο
διατροφικό ισοζύγιο
Warenbilanz θηλ
εμπορικό ισοζύγιο
Handelsbilanz θηλ
ισοζύγιο εφοδιασμού
ισοζύγιο θερμότητας, θερμικό ισοζύγιο
Wärmebilanz θηλ
ισοζύγιο κλεισίματος
ισοζύγιο πληρωμών
ισοζύγιο ροών κεφαλαίων
Kapitalbilanz θηλ
τραπεζικό ισοζύγιο
Bankbilanz θηλ
ισοζύγιο υπηρεσιών
Bilanzzahlen θηλ πλ

ισοσκελισμένο ισοζύγιο SUBST

Καταχώριση χρήστη

Παραδειγματικές φράσεις με ισοζύγιο

ισοζύγιο θερμότητας, θερμικό ισοζύγιο
ισοζύγιο ουδ αζώτου
ισοζύγιο ακτινοβολίας ΜΕΤΕΩΡ
αρχικό ισοζύγιο
γενικό ισοζύγιο
γεωχημικό ισοζύγιο
διατροφικό ισοζύγιο
εμπορικό ισοζύγιο
ισοζύγιο εφοδιασμού
ισοζύγιο κλεισίματος
ισοζύγιο πληρωμών
τραπεζικό ισοζύγιο
Bankbilanz θηλ
ισοζύγιο υπηρεσιών
ισοζύγιο άδηλων πόρων
ισοζύγιο ροών κεφαλαίων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский