Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλεόνασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλεόνασμα [plɛˈɔnazma] SUBST ουδ ΟΙΚΟΝ

πλεόνασμα
Überschuss αρσ
γεωργικό πλεόνασμα
εισαγωγικό πλεόνασμα
εμπορικό πλεόνασμα
πλεόνασμα θέσεων (εργασίας)
πλεόνασμα παραγωγής
συνολικό πλεόνασμα
ταμιακό πλεόνασμα
πλεόνασμα τζίρου
Umsatzplus ουδ
πλεόνασμα χρημάτων
Geldüberhang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πλεόνασμα

γεωργικό πλεόνασμα
εισαγωγικό πλεόνασμα
ταμιακό πλεόνασμα
εμπορικό πλεόνασμα
πλεόνασμα θέσεων (εργασίας)
πλεόνασμα παραγωγής
συνολικό πλεόνασμα
πλεόνασμα τζίρου
Umsatzplus ουδ
πλεόνασμα χρημάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский