Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουσιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB μεταβ (κάποιον, τα πάθη μου)

εξουσιάζω
εξουσιάζω τον εαυτό μου

II . εξουσιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksusiˈazɔ] VERB αμετάβ (κατέχω την εξουσία, έχω το λόγο)

εξουσιάζω

Παραδειγματικές φράσεις με εξουσιάζω

εξουσιάζω τον εαυτό μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский