Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξουθένωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξουθένωσ|η <-εις> [ɛksuˈθɛnɔsi] SUBST θηλ

1. εξουθένωση (από αρρώστια):

εξουθένωση

2. εξουθένωση (ταπείνωση):

εξουθένωση
Erniedrigung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский