Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκυμονώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εγκυμον|ώ <-είς, -ησα> [ɛɲɟimɔˈnɔ] VERB αμετάβ (είμαι έγκυος)

εγκυμονώ

II . εγκυμον|ώ <-είς, -ησα> [ɛɲɟimɔˈnɔ] VERB μεταβ μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский