Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανίκανος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανίκαν|ος <-η, -ο> [aˈnikanɔs] ΕΠΊΘ

1. ανίκανος:

ανίκανος για
unfähig zu +δοτ
ανίκανος για εργασία
ανίκανος να κληρονομίσει ΝΟΜ
ανίκανος προς κράτηση ΝΟΜ

2. ανίκανος ΙΑΤΡ:

ανίκανος

3. ανίκανος ΣΤΡΑΤ:

ανίκανος

Παραδειγματικές φράσεις με ανίκανος

ανίκανος βιοπορισμού ΝΟΜ
ανίκανος για εργασία
ανίκανος να κληρονομίσει ΝΟΜ
ανίκανος προς κράτηση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский