Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανικανοποίητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανικανοποίητ|ος <-η, -ο> [anikanɔˈpiitɔs] ΕΠΊΘ

1. ανικανοποίητος (ανάγκη, παρόρμηση):

ανικανοποίητος

2. ανικανοποίητος (άνθρωπος: που ακόμα παραπονείται):

ανικανοποίητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский