Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αισθητός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αισθητ|ός <-ή, -ό> [ɛsθiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. αισθητός (αντιληπτός):

αισθητός
γίνομαι αισθητός

2. αισθητός (μη ελάχιστος: διαφορά):

αισθητός

3. αισθητός (που χτυπάει στο μάτι):

αισθητός

Παραδειγματικές φράσεις με αισθητός

γίνομαι αισθητός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский