Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αισιοδοξώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αισιοδοξ|ώ <-είς> [ɛsiɔðɔkˈsɔ] VERB αμετάβ nur präs

αισιοδοξώ
αισιοδοξώ ότι το Χ θα είναι
αισιοδοξώ να κάνω X

Παραδειγματικές φράσεις με αισιοδοξώ

αισιοδοξώ να κάνω X
αισιοδοξώ ότι το Χ θα είναι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский