Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αίσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αίσι|ος <-α, -ο> [ˈɛsiɔs] ΕΠΊΘ

1. αίσιος (ευνοϊκός):

αίσιος

2. αίσιος (ευτυχής):

αίσιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский