στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. tesserato [tesseˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
tesserato → tesserare
III. tesserato (tesserata) [tesseˈrato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- tesserato (tesserata)
-
- tesserato (tesserata)
-
- tesserato (tesserata) ΑΘΛ
-
I. tesserare [tesseˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. tesserarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (iscriversi)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.