στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. solitario <πλ solitari, solitarie> [soliˈtarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. solitario (senza compagnia):
2. solitario (isolato):
II. solitario (solitaria) <πλ solitari, solitarie> [soliˈtarjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.