στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. scout <πλ scout> [ˈskaut] ΟΥΣ αρσ θηλ
II. scout [ˈskaut] ΕΠΊΘ αμετάβλ
scout campeggio, capo:
- scout
- scout
- Boy Scout
- scout αρσ
- Scout Association
-
-
- capo αρσ scout
- scout, also Scout
- scout αρσ θηλ
- scout, also Scout before ουσ camp, leader, movement
- scout
- scout, also Scout uniform
- da scout
- scout, also Scout troop
- di scout
στο λεξικό PONS
I. scout <-> [skaut] ΟΥΣ αρσ θηλ
- scout
- scout
II. scout <inv> [skaut] ΕΠΊΘ
- scout
- scout
boy-scout [ˈbɔi·skaut] ΟΥΣ αρσ
- boy-scout
- scout
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.