στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pensionato [pensjoˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
pensionato → pensionare
II. pensionato [pensjoˈnato] ΕΠΊΘ
III. pensionato (pensionata) [pensjoˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. pensionato (chi percepisce una pensione):
pensionare [pensjoˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
-
- pensionato
-
- pensionato
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.