I. costipato [kostiˈpato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
costipato → costipare
II. costipato [kostiˈpato] ΕΠΊΘ
I. costipare [kostiˈpare] ΡΉΜΑ μεταβ
II. costiparsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
-
- costipato
-
- costipato
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.