στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. confusionario <πλ confusionari, confusionarie> [konfuzjoˈnarjo] ΕΠΊΘ
confusionario persona:
II. confusionario (confusionaria) <πλ confusionari, confusionarie> [konfuzjoˈnarjo] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
I. confusionario (-a) <-i, -ie> [kon·fu·zio·ˈna:·rio] ΕΠΊΘ
II. confusionario (-a) <-i, -ie> [kon·fu·zio·ˈna:·rio] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- confusionario (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.