στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ambiguità <πλ ambiguità> [ambiɡuiˈta] ΟΥΣ θηλ
1. ambiguità (di parola, formula, situazione):
2. ambiguità (di espressione, personaggio):
- ambiguità
-
- ambiguità
-
-
- ambiguità θηλ (about su)
-
- ambiguità θηλ
-
- ambiguità θηλ
- unambiguously interpret
- senza ambiguità
-
- ambiguità θηλ
στο λεξικό PONS
-
- ambiguità θηλ
-
- ambiguità θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.