I. conductor [kondukˈtor, a] ΕΠΊΘ, a
- conductor
-
II. conductor [kondukˈtor, a] ΟΥΣ αρσ/θηλ
1. conductor (de coche):
- conductor
- conducente m/f
- conductor
- autista m/f
2. conductor TV (radio):
- conductor
-
ιδιωτισμοί:
III. conductor [kondukˈtor, a] ΟΥΣ
- conductor FIS
-
- asiento del conductor/del acompañante
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.