Oxford Spanish Dictionary
vigilia ΟΥΣ θηλ
1.1. vigilia (vela):
2.1. vigilia ΘΡΗΣΚ (víspera):
- vigilia
-
2.2. vigilia ΘΡΗΣΚ:
-
- vigilia θηλ
στο λεξικό PONS
vigilia ΟΥΣ θηλ
1. vigilia (no dormir):
- vigilia
-
2. vigilia (falta de sueño):
- vigilia
-
3. vigilia (víspera):
- vigilia
-
4. vigilia:
vigilia [bi·ˈxi·lja] ΟΥΣ θηλ
1. vigilia (no dormir):
- vigilia
-
2. vigilia (falta de sueño):
- vigilia
-
3. vigilia (víspera):
- vigilia
-
4. vigilia:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.