Oxford Spanish Dictionary
sector agrario ΟΥΣ αρσ
sector ΟΥΣ αρσ
1. sector (grupo):
3. sector (de una ciudad):
agrario (agraria) ΕΠΊΘ
-
- agricultural προσδιορ
reforma ΟΥΣ θηλ
1.2. reforma:
2.1. reforma ΟΙΚΟΔ:
2.2. reforma (en costura):
στο λεξικό PONS
sector ΟΥΣ αρσ
1. sector tb. ΜΑΘ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.