Oxford Spanish Dictionary
persuasivo (persuasiva) ΕΠΊΘ
- persuasivo (persuasiva)
-
στο λεξικό PONS
persuasivo (-a) ΕΠΊΘ
- persuasivo (-a)
-
- persuasive person, manner
- persuasivo, -a
persuasivo (-a) [per·swa·ˈsi·βo, -a] ΕΠΊΘ
- persuasivo (-a)
-
- persuasive person, manner
- persuasivo, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.