Oxford Spanish Dictionary
στο λεξικό PONS
paupérrimo (-a) ΕΠΊΘ
paupérrimo υπερθ de pobre
I. pobre ΕΠΊΘ
paupérrimo (-a) [pau·ˈpe·rri·mo, -a] ΕΠΊΘ
paupérrimo υπερθ de pobre
I. pobre [ˈpo·βre] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.