Oxford Spanish Dictionary
paradisíaco (paradisíaca), paradisiaco (paradisiaca) ΕΠΊΘ
- paradisíaco (paradisíaca)
-
στο λεξικό PONS
paradisíaco (-a) ΕΠΊΘ
paradisíaco (-a) [pa·ra·di·ˈsi·a·ko, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.