Oxford Spanish Dictionary
mandatario (mandataria) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. mandatario ΠΟΛΙΤ:
2. mandatario ΝΟΜ:
- mandatario (mandataria)
-
- mandatario (mandataria)
-
στο λεξικό PONS
mandatario (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
mandatario (-a) [man·da·ˈta·rjo, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- primer mandatario ΠΟΛΙΤ