Oxford Spanish Dictionary
inepto1 (inepta) ΕΠΊΘ
- inepto (inepta)
-
- inepto (inepta)
-
inepto2 (inepta) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- inepto (inepta)
-
στο λεξικό PONS
inepto (-a) ΕΠΊΘ
2. inepto (incompetente):
- inepto (-a)
-
-
- incompetent at sth
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.