Oxford Spanish Dictionary
inerme ΕΠΊΘ
1. inerme (sin armas):
- inerme
-
2. inerme (ante críticas, calumnias):
- inerme
- defenseless αμερικ
- inerme
- defenceless βρετ
στο λεξικό PONS
inerme [i·ˈner·me] ΕΠΊΘ
- inerme (indefenso)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.