Oxford Spanish Dictionary
devoto2 (devota) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. devoto ΘΡΗΣΚ:
στο λεξικό PONS
I. devoto (-a) [de·ˈβo·to, -a] ΕΠΊΘ
II. devoto (-a) [de·ˈβo·to, -a] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. devoto (creyente):
- devoto (-a)
-
2. devoto (admirador):
- devoto (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.