Oxford Spanish Dictionary


autónomo1 (autónoma) ΕΠΊΘ
1. autónomo (independiente):
2. autónomo ΠΟΛΙΤ (en España):
autónomo2 (autónoma) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
comando autónomo ΟΥΣ αρσ
trabajador autónomo ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS


autónomo (-a) ΕΠΊΘ


PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.