Oxford Spanish Dictionary
ética ΟΥΣ θηλ
1. ética ΦΙΛΟΣ:
- ética
-
2. ética (de una persona):
- ética
- ethics πλ
- ética
- principles πλ
ética profesional ΟΥΣ θηλ
- ética profesional
-
- ethics + ενικ ρήμα
- ética θηλ
-
- ética θηλ
-
- ética θηλ empresarial
-
- ética θηλ profesional
-
- inversión θηλ ética
-
- ética θηλ
στο λεξικό PONS
- ética profesional
-
- ética profesional
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.