I. κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB μεταβ
1. κινώ (το χέρι, ένα αντικείμενο κτλ):
2. κινώ (διεγείρω):
4. κινώ (προωθώ):
- κινώ
-
II. κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB αμετάβ
III. κινούμαι o κινιέμαι VERB αυτοπ ρήμα
1. κινούμαι o κινιέμαι (βρίσκομαι σε κίνηση):
2. κινούμαι o κινιέμαι (ενεργώ κάπως, κάνω κάτι):
3. κινούμαι o κινιέμαι ΜΗΧΑΝΙΚΉ (όχημα):
4. κινούμαι o κινιέμαι (έχω κινητήρια δύναμη):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.