schlimm [ʃlɪm] ΕΠΊΘ
1. schlimm (unangenehm):
schwamm [ʃvam]
schwamm απλ παρελθ von schwimmen
I. schwimmen <schwimmt, schwamm, geschwommen> [ˈʃvɪmən] VERB αμετάβ
schief [ʃiːf] ΕΠΊΘ
schien [ʃiːn]
schien απλ παρελθ von scheinen
scheinen <scheint, schien, geschienen> [ˈʃaɪnən] VERB αμετάβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.