I. los [loːs] ΕΠΊΘ nur prädikativ
1. los (geschehen):
Los <-es, -e> [loːs] SUBST ουδ
1. Los (Zufallsentscheidung):
2. Los (Lotterielos):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.