I. halt [halt] ΜΌΡ ιδιωμ οικ (eben)
Halt <-(e)s, -e> SUBST αρσ
1. Halt nur ενικ (Stütze):
2. Halt (Stopp):
3. Halt CH (von Grundstücken) s. Größe
Größe <-, -n> [ˈgrøːsə] SUBST θηλ
5. Größe nur ενικ (Bedeutsamkeit):
-
- σπουδαιότητα θηλ
7. Größe (Persönlichkeit):
-
- προσωπικότητα θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.