- Blinde(r)
- τυφλός αρσ (τυφλή) θηλ
- das sieht doch ein Blinder
- ακόμη και ένας τυφλός το βλέπει
- blind auch μτφ
- τυφλός
- blinder Gehorsam
- τυφλή υπακοή
- sie war blind vor Hass
- την τύφλωσε το μίσος
- jdm blind vertrauen
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη σε κάποιον
- blinde Kuh spielen
- παίζω τυφλόμυγα
- blind schreiben können (Schreibmaschine)
- ξέρω τυφλό σύστημα
- blinder Passagier
- λαθρεπιβάτης
- blinder Alarm
- λάθος συναγερμός
- blind
- υπερβολικός
- blinder Eifer schadet nur
- όποιος βιάζεται σκοντάφτει
- blind
- θαμπός
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.